καραβια και θαλασσες

“Βρικιον Ελληνικον ονομαζομενον Αγια Τριας/Διοικουμενον υπο πλοιαρχου Δημητριου Σ. Λοδη /Εζωγραφισθη υπο Χριστοφορου Κηλαδιτη εν Χιω το 1875/Σεπτεμβριου 25 εν Βρονταδω”  (*)

 

Τεσσερα χρονια περασαν και μερικοι μηνες απο τοτε που σαλπαρα στις θαλασσες του διαδυκτιου με καραβι τουτο δω το μπλογκ. Και δε θυμαμαι ολα αυτα τα χρονια αν σας εχω πει οτι ειμαι παιδι καραβισιο και θαλασσινο.  Κορη ναυτικου  που γυρισε ολες τις θαλασσες, και ειδε ολο τον κοσμο.  Που αγαπουσε πιο πολυ τη θαλασσα απο τη στερια, και περασε την αγαπη του αυτη και σε μενα. Κι ετσι μεγαλωσα με ιστοριες απο τον Περσικο κολπο, το Σουεζ, το Αμστερνταμ, την Μασσαλια, την Ιαπωνια, και οπου αραζε καθε πληγωμενο καραβι που ζηταγε την φροντιδα του.

Εβραζε το κύμα του γαρμπή
Ήμαστε σκυφτοί κ’ οι δυο στο χάρτη·
γύρισες και μου πες πως το Μάρτη
σ’ άλλους παραλλήλους θα ‘χεις μπει.

Ν. Καββαδιας

Καραβια τα λεγαμε, οχι πλοια.  Καραβια.  Δεν εχω ταξιδεψει με αυτα τα καραβια.  Μια φορα ανεβηκα επισκεπτρια σε ενα αραγμενο. Ενας κοσμος μικρος, αυταρκης, ενας κοσμος που τον κυβερνουσαν πεντε ανθρωποι.  Ενας μικρος πλωτος κοσμος.  Απαγορευοταν να παιρνεις παιδια μαζι σου.  Μονο τη γυναικα σου. Τι κριμα. Της μαμας δε της αρεσαν τα καραβια και τα ταξιδια αλλα πηγαινε για τον μπαμπα.  Ετσι στη στερια πισω εγω ονειρευομουνα οτι ειμαι κι εγω εκει.  Στη μεση του ωκεανου με κυμματα, να με νανουριζει το μποτζι γλυκα γλυκα.

Τὰ φορτηγὰ καράβια συλλογίζομαι
ποῦ γέρασαν κὰ τώρα, λαβωμένα,
χωρὶς οὔτε μία βάρδια στὸ κατάστρωμα,
σαπίζουν στ᾿ ἀκρολίμανα δεμένα.

Κ. Ουρανης

Τα καλοκαιρια στις εξοχες ο μπαμπας με επαιρνε μαζι του ολονυκτια για ψαρεμα.  Για να του φιαχνω τα δολωματα.  Και με επαιρνε ο υπνος γλυκα στη βαρκουλα γιατι δεν αντεχα το ξενυχτι. Σαν το γατι στις νωπες κουβερτες, και οταν ξυπνουσα ειχε ξημερωσει.  Και εκανε παρεα με τους ψαραδες και τους εφιαχνε τις μηχανες τζαμπα. Γιατι ηταν ενας καλος και στη δουλεια και στην ψυχη. Στην κατοχη ειχε κανει την διαδρομη, Ελλαδα – Αλεξανδρεια με καϊκι πολλες φορες, ομως γι αυτα δε μιλαγε πολυ.  Ηταν περηφανος και καλα με τον εαυτο του και δεν κομπαζε.

Σπασμένο καράβι, να ‘μαι πέρα βαθειά
έτσι να ‘μαι
με δίχως κατάρτια, με δίχως πανιά
να κοιμάμαι

Γ. Σκαριμπας

Ετσι αγαπω τη θαλασσα κι αυτη με αγαπαει.  Ποτε δε με πειραξε η τρικυμια.  Με εννια μπορφωρ στο καταστρωμα καπιου σαπιοκαραβου σαν τον Πορτοκαλη Ηλιο,  αγερωχη στην κουπαστη, ενω γυρω μου ολοι πεφτουν χαμω απο τη ζαλαδα.  Πως και δε ζαλιζεσαι εσυ; Μα ειμαι κορη του Θοδωρη!

Εδώ ας σταθώ. Κι ας δω κ’ εγώ την φύσι λίγο.
Θάλασσα του πρωϊού κι ανέφελου ουρανού
λαμπρά μαβιά, και κίτρινη όχθη΄όλα
ωραία και μεγάλα φωτισμένα.

Κ.Π. Καβάφης

Δεν εβλεπα την ωρα να παμε στη θαλασσα τα καλοκαιρια να παρω φορα στο μωλο να βουτηξω στη θαλασσα, να σκαρφαλωσω στα καϊκια.  Να κανω εξερευνησεις σαν μικρος Κουστω γυρω απο τα βραχια, να βρω πεταλιδες και κοχυλια.  Να φτασω τον αστερια στο βυθο.  Τον αχινο πιο περα.

Παποράκι του Μπουρνόβακαι καρότσα της στεριάς,πόσα τάλιρα γυρεύεις στον Περαία να με πας;

Λ. Παπαδοπουλος

Σε καταστρωμα πανω μου μιλαγες για τα δικα σου ταξιδια και τα ματια σου ελαμπαν.  Κι εγω σ’ αγαπησα στο καταστρωμα.  Την κουβαλαω μεσα μου τη θαλασσα και τα καραβια κι ας μην ειναι διπλα μου.  Ειναι θαυμα το σμιλεμενο βοτσαλο, δικο της εργο, κι ειναι χιλιοραγουδισμενοι οι γλαροι τα δικα της πουλια.  Ειναι νοστιμια η αλμυρα της, και αισιοδοξια ο οριζοντας της.

Μικρη σαν ημουν αγαπουσα τα ναυτακια.  Υπηρχαν κατι πανινοι κουκλοι ναυτες που θυμιζαν πολυ τις ζωγραφιες του Τσαρουχη.  Καθε χρονο εφερνε ο Αγιος Βασιλης ενα ναυτακι.  Και το ναυτακι, εκανε βολτες στο παρκο, κοιμοταν μαζι μου, πασαλειβοταν γαλα μεχρι που ξεντεριαζοταν το καϋμενο και τα Χριστουγεννα ερχοταν το καινουργιο.  Οι ζωγραφιες μου ειχαν παντα θαλασσες και καραβια.  Κι εφιαχνα καραβακια απο χαρτι,  και με πανια και με φουγαρα!  Αυτα με τα φουγαρα ειχαν πιο πολλα τσακισματα του χαρτιου και ηταν τα αγαπημενα μου.

Οταν γεννηθηκα, ο μπαμπας δεν ηταν εκει, ταξιδευε. Ηταν ακομα στο “Βασιλικο Ναυτικο” .  Το Ναυτικο χαρισε στο μικρο κοριτσακι ενα σταυρο. Πιο ομορφο σταυρο δεν εχετε δει!  Δυο βεργουλες χρυσου με τεσσερα ολοστρογγυλα μαργαριταρια στην ακρη.  Η ευλογια της θαλασσας και των ναυτικων.

Θα μεταλάβω με νερό θαλασσινό
στάλα τη στάλα συναγμένο απ’ το κορμί σου
σε τάσι αρχαίο, μπακιρένιο αλγερινό,
που κοινωνούσαν πειρατές πριν πολεμήσουν

Ν. Καββαδιας

Το σαπιοκαραβο Αγιος Ευστρατιος στο λιμανι της Χιου

Γονδολες, καϊκια, βαρκουλες, πιρογες, ποσταλια, αρκει σταγονες απο το  κυμα να  φτανουν  δροσερες και αρμυρες στα μαγουλα. Ζεστη θαλασσα να χαλαρωνω μεσα της, ανταριασμενη οπως στα βραχια της Βρετανης,  αναποφασιστη οπως στα στενα της Χαλκιδας,  αφρισμενη οπως στον Καταρρακτη της Χιου,  χρυση οπως τις ανατολες στη Λαγκαδα,  σμαραγδενια  οπως στην Παργα, παραμυθενια οπως στο Βοσπορο,  γκριζα οπως στις ακτες της βορειας Καλιφορνιας,  βρωμικη οπως  στους ταρσαναδες της Σικελιας, ηρεμη οπως στα κυκλαδιτικα λιμανακια. Θαλασσα πλατεια κι εμεις καραβακια στη δινη της.  Και το καλυτερο μου τραγουδι απ’ολα.

 

(*) Το βρικιον Αγιος Χριστοφορος ανηκε στην οικογενεια της μητερας του Ερρικου.  Η ζωγραφια σημερα βρισκεται στην τραπεζαρια μας.  Διπλα τα κυαλια του καπετανιου Δ.Σ. Λοδη.

 

 

 

Σας φιλω γλυκα!