Ειναι πρωϊ και εχω βαλει πλωρη για ψωνια. Το Σαββατο το πρωϊ , ολοι εχουν το ιδιο προγραμμα με μενα. Κινηση αρκετη. Βαζω το ipod να παιξει, οχι τα αμερικανικα, αλλα τα ελληνικα. Εχω φαει κολλημα τελευταια με μια συλλογη που ειχε φιαξει παλιοτερα ο Σταυρος Ξαρχακος με ενα αφιερωμα στον Νικο Γκατσο. Σιγουρα θα σας εχει τυχει να εχετε κολλησει με κατι, εστω και παλιο γιατι απλα το ακουσατε πιο προσεκτικα και σας αγγιξε.
Οδηγω στον δρομο 355, που ξεκινα απο το Τζωρτζταουν σαν Wiskonsin Avenue, και καταληγει στο Rockville που ειναι η διοικητικη πρωτευουσα του Μερυλαντ. Μ’ αρεσει ο Νικος Γκατσος, Μ’ αρεσει παρα πολυ. Τα τραγουδια ερμηνευει η Δημητρα Γαλανη με τον γνωστο παθος που παντα δινει σε καθε ερμηνεια της. Απο μικρο κοριτσακι τοτε με την κιθαρα, μεχρι σημερα στα χρονια της ωριμοτητας. Σκεφτομαι οτι θελω να αφιερωσω την σημερινη αναρτηση στον φιλο μου τον Γιωργη που μας φερνει μουσικη. Γιωργη για σενα με αγαπη.
Ταξιδευω βορρεια ειμαι κοντα στο κεντρο της πολης. Οσο με σταματανε τα φαναρια βγαζω φωτογραφιες. Τα πιο ομορφα δεν μπορω να τα φωτογραφισω γιατι δε βαζουν ενα φαναρι κι εκει οι ευλογημενοι. Η μουσικη δυναμωνει. Τα παραθυρα και η οροφη του αυτοκινητου ειναι ανοιχτα. Τραγουδαω σιγονταροντας την Δημητρα. Μερικες φορες οταν με τρελλαινει ο στιχος με ακουνε κι απο τα διπλανα αυτοκινητα. Σκεφτομαι οτι τους προσφερω πολιτιστικο προγραμμα. Εκεινοι δε ξερω τι σκεφτονται.
Φτανω στο αγαπημενο μου τραγουδι. Που δεν ακουγεται συχνα, που με αγγιζει πιο πολυ απ’ ολα. Η ενταση ανεβαινει. Στο αυτοκινητο προσεχω τον στιχο, καταγραφεται στο μυαλο και στην καρδια. Τωρα θα με ακουσει ολο το Μερυλαντ.
Οταν ακους λογια που σε κανουν να ανατριχιαζεις, και οι εικονες που βλεπεις ειναι ασχετες τοτε σε κερδιζει οτι εχει τη μεγαλυτερη δυναμη. Οι εικονες καταγραφονται στην καμερα αλλα τα λογια στην καρδια. Να οι στιχοι του αγαπημενου μου τραγουδιου εδω και δεκα μερες.
Η Χοντρομπαλου
Μια Κυριακή στην Κοκκινιά
στην παιδική μου γειτονιά
είδα μια γριά χοντρομπαλού
που ο νους της έτρεχε αλλού
Την κοίταξα με κοίταξε
σαν κουκουβάγια σε μπαξέ
και μου ’πε με φωνή θολή
που μάνα θύμιζε τρελή:
«Σε χώμα φύτρωσα ζεστό
αιώνες πριν απ’ τον Χριστό.
Ζούσα καλά κι ευχάριστα
κι έπαιρνα μόνο άριστα.
Μα σαν προχώρησε ο καιρός
έγινε ο κόσμος μοχθηρός
και με βατέψανε, που λες,
αράδα βάρβαρες φυλές
Σελτζούκοι Σλάβοι Ενετοί
λες κι ήταν όλοι τους βαλτοί
Τότε κατάλαβα γιατί
καμένο ήμουνα χαρτί
δίχως χαρά δίχως γιορτή
Σιγά σιγά και ταπεινά
μ’ αγώνες και με βάσανα
καινούργια έβγαλα φτερά
μα ήρθαν τα χειρότερα
Είδα το ίδια μου παιδιά
να δίνουν σ’ άλλους τα κλειδιά
και με χιλιάδες ψέματα
με προδοσίες κι αίματα
να μου σπαράζουν την καρδιά
Γι’ αυτό μια νύχτα σκοτεινή
θ’ ανέβω στην Καισαριανή
με κουρασμένα βήματα
να κλάψω για τα θύματα
στ’ αραχνιασμένα μνήματα
Κι εκεί ψηλά στον Υμηττό
αντίκρυ στον Λυκαβηττό
μικρό κεράκι θα κρατώ
να φέγγει χρόνους εκατό»
Σκεφτομαι οτι οταν γραφεις στιχο και τραγουδας την αγαπη εισαι ενας ρομαντικος ανθρωπος. Σκεφτομαι οτι η ριμα δεν εχει και πολλη σημασια στην ποιητικη εκφραση. Οταν ομως η ριμα δενει την ιστορια σε μια αφηγηση, σε ενα ποιημα, τοτε δεν ειναι απλα ενας στιχος. Ειναι η απολυτη εκφραση.
Τα ματια μου βουρκωνουν. Η καμερα δεν συγκινειται. Οι φωτογραφιες ειναι πεντακαθαρες.
Συναισθηματα, εικονες, νοτες, το παρελθον, το παρον, ολα ενας κομπος.